-
1 ἐφ-ηδύνω
ἐφ-ηδύνω, dazu, dabei angenehm machen, würzen, εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῦνον Plut. Symp. 4, 4, 3; übertr., ὥσπερ ἁλσὶ τοῖς λόγοις ἐφηδύνουσι τὴν διατριβήν de garrul. 23, a. Sp.
См. также в других словарях:
εφηδύνω — ἐφηδύνω (ΑΜ) 1. κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο, νοστιμίζω («εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῡνον», Πλούτ.) 2. μτφ. ομορφαίνω, γλυκαίνω, παρέχω ευχαρίστηση («ἀνένεσιν... τὴν ψυχὴν ἐφηδύνων», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. κατευνάζω, καταπραΰνω κάποιον («ἐφηδύνων… … Dictionary of Greek